βιέλα

βιέλα
(viella). Τοαρχαιότερο έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο, με ηχείο επίπεδο. Η ονομασία του προέρχεται από παραφθορά (viole ή vielle)της γαλλικής λέξης viole (βιόλα). Η β. διαδόθηκε πολύ από τους τροβαδούρους και τους μενεστρέλους του 12ου και 13ου αι. Είχε πέντε χορδές, ικανές να δημιουργούν ήχους που εκτείνονταν σε δυόμισι οκτάβες. Μερικοί θεωρούν πως η β. προέρχεται από το organistrum, είδος μεγάλου λαούτου, χαρακτηριστικού των πλανόδιων μουσικών, που το έπαιζαν τρίβοντας τις χορδές με έναν μηχανισμό όμοιο με μικρή μανιβέλα, και το οποίο γνώρισε μια νέα άνθηση στη Γαλλία τον 18ο αι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οργάνιστρο — το έγχορδο μουσικό όργανο που ήταν σε χρήση κατά τον μεσαίωνα, αλλ. βιέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οργανίζω* + επίθημα τρο (πρβλ. άγκισ τρο)] …   Dictionary of Greek

  • συμφωνία — (Μουσ.). Σύνθεση κατά κανόνα ενόργανη, που καμιά φορά όμως δέχεται και την ανάμειξη της ανθρώπινης φωνής (σολίστ και χορωδία). Ο όρος συμφωνία κατέληξε στη σημερινή του έννοια έπειτα από μεγάλη ποικιλία εκδοχών. Στην κλασική εποχή σήμαινε, από… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”