- βιέλα
- (viella). Τοαρχαιότερο έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο, με ηχείο επίπεδο. Η ονομασία του προέρχεται από παραφθορά (viole ή vielle)της γαλλικής λέξης viole (βιόλα). Η β. διαδόθηκε πολύ από τους τροβαδούρους και τους μενεστρέλους του 12ου και 13ου αι. Είχε πέντε χορδές, ικανές να δημιουργούν ήχους που εκτείνονταν σε δυόμισι οκτάβες. Μερικοί θεωρούν πως η β. προέρχεται από το organistrum, είδος μεγάλου λαούτου, χαρακτηριστικού των πλανόδιων μουσικών, που το έπαιζαν τρίβοντας τις χορδές με έναν μηχανισμό όμοιο με μικρή μανιβέλα, και το οποίο γνώρισε μια νέα άνθηση στη Γαλλία τον 18ο αι.
Dictionary of Greek. 2013.